- φορτηγατζής
- ο, Νοδηγός ή ιδιοκτήτης φορτηγού αυτοκινήτου.[ΕΤΥΜΟΛ. < φορτηγό + κατάλ. -ατζής (πρβλ. δοσ-ατζής, παγωτ-ατζής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-τζής — κατάλ. αρσ. ουσ. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από την τουρκ. κατάλ. ci και απαντά αρχικά σε ον. που έχουν εισαχθεί από την Τουρκική (πρβλ. καβγα τζής < τουρκ. kanga ci, χαλβα τζής < τουρκ. helva ci), στη συνέχεια, όμως, εξελίχθηκε… … Dictionary of Greek